- κασκαβάλι
- το1. κασέρι2. ναυτ. α) είδος μεταλλικής περόνης που συγκρατεί το καρφί, εφηλίδαβ) το σχαστήριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaşkaval ή ιταλ. cacio-cavallo].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κασκαβάλι — το (λ. ιταλ.), κασέρι: Της αρέσει το κασκαβάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κασέρι — το είδος σκληρού τυριού που παρασκευάζεται κυρίως από ανάμικτο γάλα προβάτου και αγελάδας, αλλ. κασκαβάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaser] … Dictionary of Greek
σχαστήριο — το / σχαστήριον, ΝΜ νεοελλ. ναυτ. τετραγωνικό, ξύλινο ή μεταλλικό, τεμάχιο που διαπερνά το επιστήλιο κοντά στη βάση του και τό συγκρατεί στο θωράκιο, κν. κασκαβάλι μσν. είδος χειρουργικού μαχαιριδίου, νυστέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχάζω + επίθημα τήριον … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
caşcaval — CAŞCAVÁL, caşcavaluri, s.n. 1. Specie de brânză fină, tare, în formă de turte sau de roţi, preparată din caş de lapte de oaie (mai rar de vacă). ♢ expr. (fam.) A se întinde la caşcaval = a avea pretenţii exagerate. 2. (mar.) Pană metalică… … Dicționar Român